- πασάνγκ
- τοζωολ. τοπική ονομασία τού θηλαστικού αίγαγρος ο τράγος τής Περσίας, ο οποίος θεωρείται ως ο αμεσότερος πρόγονος τής κατοικίδιας αίγας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pasang < περσ. pāzan «γίδα τού βουνού»].
Dictionary of Greek. 2013.